Ο Οδυσσέας ζει γαλήνια με την Καλυψώ για επτά χρόνια. Η νοσταλγία, όμως, τον καταβάλλει, κι οι αναμνήσεις της γυναίκας του, του γιου του και του νησιού του τον βασανίζουν. Ο Δίας, υπό την πίεση της Αθηνάς, στέλνει τον Ερμή για να ζητήσει από την Καλυψώ να αφήσει τον βασιλιά της Ιθάκης να φύγει. Αλλά ο Ποσειδώνας, ορκισμένος να πάρει εκδίκηση, καταστρέφει το πλοίο του Οδυσσέα, ο οποίος βρίσκεται στην ακτή ενός ακόμα άγνωστου νησιού. Εν τω μεταξύ, ο Τηλέμαχος, που πήγε στην Σπάρτη για να συναντήσει τον Μενέλαο, επιστρέφει στην Ιθάκη. Λέει στη μητέρα του ότι ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και φεύγει για να αποφύγει την ενέδρα που του ετοιμάζουν οι Μνηστήρες. Ο Οδυσσέας συναντά την πριγκίπισσα Ναυσικά, που τον οδηγεί στους γονείς της. Σε ένα συμπόσιο, αφηγείται τις περιπέτειες του ταξιδιού του και συγκινεί τους Φαίακες. Υπόσχονται να τον πάρουν στην Ιθάκη. Αλλά ο Οδυσσέας δεν αναγνωρίζει το νησί στο οποίο τον άφησαν. Για μια ακόμα φορά, νιώθει καταραμένος από τους θεούς.